- παχύς, -ιά, -ύ
- γεν. -ιού, -ιάς, -ιού, πληθ. -ιοί, -ιές, -ιά1. αυτός που έχει πολύ πάχος, ο χοντρός: Το στρώμα αυτό είναι πολύ παχύ.2. για ανθρώπους και ζώα, παχύσαρκος (αντίθ. λιπόσαρκος, λιγνός, αδύνατος): Παχύ παιδί.3. για κρέατα και φαγητά, αυτός που έχει ή παρασκευάζεται με πολύ λίπος: Η πίτα έγινε παχιά.4. για υγρά, πηχτός: Φέτος το μέλι είναι παχύ.5. για λόγια, άδειος, ψεύτικος, υποκριτικός: Παχιά λόγια. – Παχιές υποσχέσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.